σεμνότητα

σεμνότητα
σεμνότης
solemnity
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεμνότητα — η / σεμνότης, ητος, ΝΑ [σεμνός] 1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια 2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα αρχ. 1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα 2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.) 3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν… …   Dictionary of Greek

  • σεμνότητα — η το να είναι κάποιος σεμνός: Συμπεριφέρθηκε με σεμνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεμνότητ' — σεμνότητα , σεμνότης solemnity fem acc sg σεμνότητι , σεμνότης solemnity fem dat sg σεμνότητε , σεμνότης solemnity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… …   Dictionary of Greek

  • σεμνολογία — η, ΝΑ [σεμνολόγος] 1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια 2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα αρχ. (με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία …   Dictionary of Greek

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • αιδημοσύνη — η (Α αἰδημοσύνη) [αἰδήμων] αιδώς, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν …   Dictionary of Greek

  • επιπρέπεια — ἐπιπρέπεια, ἡ (Α) [επιπρεπής] 1. σεμνότητα, ευπρέπεια 2. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”